- πλατυμέτωπος
- -η, -ο / πλατυμέτωπος, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει πλατύ μέτωπο, πλατυκούτελος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ-* + μέτωπον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλατυμέτωπον — πλατυμέτωπος with broad forehead masc/fem acc sg πλατυμέτωπος with broad forehead neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυμετώπους — πλατυμέτωπος with broad forehead masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυμέτωποι — πλατυμέτωπος with broad forehead masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek
πλατυκούτελος — η, ο, Ν πλατυμέτωπος … Dictionary of Greek
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek